χάχανο

χάχανο
το громкий смех, хохот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χάχανο" в других словарях:

  • χάχανο — και χάχλανο, το, Ν συν. στον πληθ. τα χάχανα (με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο β) καγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη λ ] …   Dictionary of Greek

  • χάχανο — το βλ. χάχανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάκανο — το χάχανο, ηχηρό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο τού γέλιου κα κα κα (πρβλ. χαχανίζω)] …   Dictionary of Greek

  • καγχασμός — ο (Α καγχασμός) [καγχάζω] 1. θορυβώδες ηχηρό γέλιο, χάχανο 2. σαρκαστικό γέλιο …   Dictionary of Greek

  • χάχανα — τα, Ν βλ. χάχανο …   Dictionary of Greek

  • χάχλανο — το, Ν βλ. χάχανο …   Dictionary of Greek

  • χαχάνιασμα — το, Ν χαχσητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάχανο, σω ενός ρ. *χαχανιάζω] …   Dictionary of Greek

  • χαχανίζω — και χαχλανίζω Ν [χάχανο] 1. γελώ ηχηρά και παρατεταμένα 2. καγχάζω …   Dictionary of Greek

  • χαχανιάρης — α, ικο, Ν [χάχανο] αυτός που χαχανίζει …   Dictionary of Greek

  • χαχάνισμα — το, ατος γέλιο με θόρυβο, χάχανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»